- ἀποστελλόμενα
- ἀποστέλλωsend offaor part mid neut nom/voc/acc plἀποστέλλωsend offpres part mp neut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀποστελλομένας — ἀποστελλομένᾱς , ἀποστέλλω send off aor part mid fem acc pl ἀποστελλομένᾱς , ἀποστέλλω send off aor part mid fem gen sg (doric aeolic) ἀποστελλομένᾱς , ἀποστέλλω send off pres part mp fem acc pl ἀποστελλομένᾱς , ἀποστέλλω send off pres part… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεπίστρεπτος — και φτος, η, ο (ΑΜ ἀνεπίστρεπτος, ον) αυτός που δεν επιστρέφει πίσω νεοελλ. 1. αυτός που δεν μπορεί να επιστρέψει 2. (για πράγματα) εκείνος που δεν ξαναδίνεται («ανεπίστρεπτα τα γαμήλια δώρα») 3. αυτός που δεν είναι δεκτικός επιστροφής («τα… … Dictionary of Greek
λειτουργικός — ή, ό(ν) (AM λειτουργικός, ή, όν, Α και λειτουργιακός, ή, όν) [λειτουργός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Θεία Λειτουργία ή χρησιμοποιείται κατά τις τελετές τής λατρείας («τα λειτουργικά σκεύη») 2. το θηλ. ως ουσ. η λειτουργική το μάθημα ή ο … Dictionary of Greek
στοιβαστός — ή, όν, ΜΑ [στοιβάζω] στοιβαχτός μσν. (για αποστελλόμενα εμπορεύματα) συσκευασμένος … Dictionary of Greek